- λάσπωμα
- το [λασπώνω]1. λέρωμα με λάσπη2. πολτοποίηση, λαπάδιασμα3. κατασπίλωση τής υπόληψης κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάσπωμα — το, ατος άλειμμα ή λέρωμα με λάσπη: Το λάσπωμα των δρόμων δημιούργησε κυκλοφοριακό χάος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)